μίασμα


μίασμα
Προφορά

Ετυμολογία
μίασμα αρχαία ελληνική μίασμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μίασμα

✦ ό,τι προκαλεί μίανση, μόλυσμα
✦ (μτφ. για πρόσ.) που βλάπτει ηθικά τους συνανθρώπους του
✦ νοσογόνος παράγοντας: το μίασμα της ελονοσίας
(μτφ. ) καθετί που μπορεί να μολύνει το πνεύμα και την ψυχή του ανθρώπου: το μίασμα του βιασμού (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.