μέριμνα


μέριμνα
Προφορά

Ετυμολογία
μέριμνα αρχαία ελληνική μέριμνα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μέριμνα

✦ φροντίδα, έγνοια: μέριμνα για τους πλημμυροπαθείς – χειραφετημένη από υλικές μέριμνες (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.