μένω
Προφορά
Ετυμολογία
μένω αρχαία ελληνική μένω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μένω
✦ στέκω στην ίδια θέση ή παραμένω στην ίδια κατάσταση: θα μείνω εδώ – έμεινε άγρυπνος ως το πρωί
✦ κατοικώ, διαμένω: μένει στην εξοχή
✦ χρονοτριβώ κάπου: δεν μπορούσε να μείνει περισσότερο
✦ περιέρχομαι σε κάποια κατάσταση: μένω έκπληκτος
✦ εξακολουθώ να υπάρχω, διατηρούμαι, παραμένω: έμειναν ορισμένα ίχνη
✦ (απρόσ.) μένει, υπολείπεται: μένει να καθοριστούν ορισμένες λεπτομέρειες
✦ έμεινα, κοκάλωσα: μόλις τ’ άκουσε, έμεινε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–