μέλλω
Προφορά
Ετυμολογία
μέλλω αρχαία ελληνική μέλλω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μέλλω
✦ σκοπεύω, μελετώ να κάνω κάτι
✦ (απρόσ.) μέλλει, πρόκειται να
✦ (παρατ.) έμελλε, ήταν μοιραίο: τι σου έμελλε, δυστυχισμένε;
✦ (μέσ.) μου μέλλεται, είναι γραφτό να μου συμβεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–