μέγκλα


μέγκλα
Προφορά

Ετυμολογία
μέγκλα από τη └φρ┘made in England• κατά το Ετυμολογικό της Νεοελληνικής του Κ. Δαγκίτση, από το επίθετο μέγκλος

Ερμηνεία
μέγκλα

✦ άκλ. η λ. για να χαρακτηρίσει κάτι κομψό, φίνο και πολυτελές: εμφανίστηκε μ’ ένα κοστούμι, μέγκλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.