μέγκενη


μέγκενη
Προφορά

Ετυμολογία
μέγκενη ισπαν. maquina

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μέγκενη

✦ εργαλείο που συσφίγγει τα ξύλα ή τα μέταλλα την ώρα που τα επεξεργάζονται οι τεχνίτες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.