μάχιμος


μάχιμος
Προφορά

Ετυμολογία
μάχιμος αρχαία ελληνική μάχιμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μάχιμος -η, -ο

✦ ο ικανός για μάχη
✦ (ειδ.) ο ικανός για στρατιωτική υπηρεσία ή που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα: δεν ήθελα να πιάσω όπλο και ν’ ανήκω στους μάχιμους (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα
άμαχος
Επιρρήματα
μαχίμως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.