μάτσο


μάτσο
Προφορά

Ετυμολογία
μάτσο └αγγλ┘macho

Ερμηνεία
επίθετο
άκλιτο┘ μάτσο

✦ για να χαρακτηρίσει έναν τύπο ανδρός που φροντίζει να έχει γυμνασμένο και σφριγηλό σώμα, πιστεύει στην υπεροχή του αρσενικού και το επιδεικνύει με έπαρση, ο επιδεκτικά ανδροπρεπής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.