μάρσιπος
Προφορά
Ετυμολογία
μάρσιπος αρχαία ελληνική μάρσιπ(π)ος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μάρσιπος
✦ σάκος από δέρμα ή ύφασμα
✦ βαλίτσα
✦ μεγάλη δερματική πτυχή στην κοιλιά μερικών ζώων όπου τα θηλυκά αποθέτουν τα μικρά τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–