μάνταλο
Προφορά
Ετυμολογία
μάνταλο αρχαία ελληνική μάνδαλος
Ερμηνεία
μάνταλο
✦ (Κ μάνδαλον κ. μάνδαλος) σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με την οποία κλείνεται από μέσα πόρτα ή παράθυρο: τραβά το μάνταλο, ανοίγει τη μεγάλη πόρτα και χάνεται μες στην ερημιά (Ηλ. Βενέζης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–