μάνα
Προφορά
Ετυμολογία
μάνα μεσαιωνική ελληνική μάννα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μάνα
✦ μητέρα: μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη (δημ. τραγ.) – έχουν… βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες (Διον. Σολωμός)
✦ φρ. μάνα μου, εύχρ. ως επιφώνημα δηλωτικό έντονου συναισθήματος (πόνου, λύπης, θαυμασμού, απόλαυσης)
✦ φρ. είναι μάνα… εξαιρετικά επιτήδειος σε κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–