μάλωμα
Προφορά
Ετυμολογία
μάλωμα μεσαιωνική ελληνική μάλωμαν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μάλωμα
✦ επίπληξη: με τα καθημερινά μαλώματα το παιδί έγινε μελαγχολικό
✦ καβγάς, τσακωμός
✦ διακοπή φιλικών σχέσεων: όχι μαλώματα ανάμεσα σε αδέρφια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–