μάκα


μάκα
Προφορά

Ετυμολογία
μάκα πιθ. από το └ιταλ┘macchia (= λεκές)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μάκα

✦ βρομιά, λέρα που έχει μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια επιφάνεια και έχει δημιουργήσει ένα στερεοποιημένο στρώμα: ο καθρέφτης στο μπάνιο είχε πιάσει μάκα – έπρεπε να ξύσουν τη μάκα που είχε πιάσει δίπλα στο σιφόνι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.