μάθηση


μάθηση
Προφορά

Ετυμολογία
μάθηση αρχαία ελληνική μάθησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μάθηση

✦ η απόκτηση γνώσεων
✦ γνώση, παιδεία
✦ πείρα, εμπειρία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.