λύνω
Προφορά
Ετυμολογία
λύνω αρχαία ελληνική λύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ λύνω
✦ αφαιρώ δέσιμο, ξεδένω
✦ απαλλάσσω κάποιον από τα δεσμά του, ελευθερώνω, απολύω
✦ αποσυνθέτω, διαλύω
✦ βρίσκω το ζητούμενο ή το άγνωστο σε κάποιο πρόβλημα, αίνιγμα, απορία κτλ.
✦ παύω
✦ καταργώ, ακυρώνω
✦ φρ. λύνει και δένει, είναι πανίσχυρος – λύθηκα στα γέλια, γέλασα υπερβολικά, μέχρι λιποθυμίας – του λύσανε τον αφαλό στο ξύλο, τον έδειραν, τον ξυλοκόπησαν ανελέητα – λύνεται η γλώσσα μου, βάζω τέλος στη σιωπή μου, αρχίζω να μιλώ – λύνω τα μάγια, αποτρέπω, διαλύω, με τελετές και τις ενδεικνυόμενες μεθόδους, την καταστροφική επίδραση μαγείας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–