λύμα
Προφορά
Ετυμολογία
λύμα αρχαία ελληνική λῦμα (= ξέπλυμα, ακαθαρσία)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λύμα
✦ ρευστές ακαθαρσίες κατοικημένων περιοχών και εργοστασίων, που αποκομίζονται με τους βόθρους και υπονόμους
✦ (μτφ. ) αχρείος άνθρωπος, κάθαρμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–