λύθρος


λύθρος
Προφορά

Ετυμολογία
λύθρος αρχαία ελληνική λύθρον – λύθρος

Ερμηνεία
λύθρος

✦ αίμα πηγμένο και ανακατεμένο με χώμα, σκόνη και ιδρώτα: άλλοι μ’ αλυσίδες στα πόδια, άλλοι με το λύθρο στα στήθη (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.