λύθρο Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply λύθροΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/λύθρο.mp3Ετυμολογίαλύθρο αρχαία ελληνική λύθρον – λύθρος Ερμηνεία λύθρο ✦ αίμα πηγμένο και ανακατεμένο με χώμα, σκόνη και ιδρώτα: άλλοι μ’ αλυσίδες στα πόδια, άλλοι με το λύθρο στα στήθη (Π. Πρεβελάκης) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–