λυμαίνομαι
Προφορά
Ετυμολογία
λυμαίνομαι αρχαία ελληνική λυμαίνομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ λυμαίνομαι
✦ καταστρέφω, ρημάζω: στα χωριά που δεν τα λυμαίνονται οι πρωτευουσιάνοι (Γ. Σεφέρης)
✦ απομυζώ, εκμεταλλεύομαι: λυμαίνεται το δημόσιο χρήμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–