λυκόφως
Προφορά
Ετυμολογία
λυκόφως μεταγενέστερη ελληνική λυκόφως
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λυκόφως
✦ το μετά τη δύση του ήλιου ημίφως, σούρουπο: στο νεράκι, δυσμικά, κλαίει ωχρότατο λυκόφως (Τέλλος Άγρας) – κάθισαν… λίγες στιγμές μες στο λυκόφως, κοιτάζοντας τις τελευταίες ωχρές ανταύγειες της δύσης (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μτφ. ) παρακμή, δύση: το λυκόφως των θεών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
λυκαυγές
Επιρρήματα
–