λυκόπουλο


λυκόπουλο
Προφορά

Ετυμολογία
λυκόπουλο λύκος + κατάλ. -πουλο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λυκόπουλο

✦ το νεογνό του λύκου
(μτφ. ) παιδί μικρής ηλικίας που ανήκει στην πρώτη βαθμίδα των προσκόπων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.