λυκάνθρωπος


λυκάνθρωπος
Προφορά

Ετυμολογία
λυκάνθρωπος λύκος + άνθρωπος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η λυκάνθρωπος

✦ άνθρωπος με άγρια ψυχή, αιμοβόρος
✦ (λαογρ.) άνθρωπος μεταμορφωμένος σε λύκο |(ιατρ.) ψυχασθενής από λυκανθρωπία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.