λούσο


λούσο
Προφορά

Ετυμολογία
λούσο └ιταλ┘lusso

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λούσο

✦ πολυτέλεια
✦ (ειδ.) πολυτελής περιβολή ή πολυτελές περιβάλλον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.