λούπα
Προφορά
Ετυμολογία
λούπα └γαλλ┘ loupe (= φακός)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λούπα
✦ αμφίκυρτος μεγεθυντικός φακός
✦ (τυπογρ.) κυβικό μεταλλικό όργανο με φακό για τη μεγέθυνση και έλεγχο τυπογραφικών στοιχείων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–