λούμπινο


λούμπινο
Προφορά

Ετυμολογία
λούμπινο └ιταλ┘lupino

Ερμηνεία
λούμπινο

✦ (Κ λούπινον) φυτό ποώδες, καλλιεργούμενο κυρίως ως νομευτικό, για τα σπέρματά του (τα λούπινα ή πικροκούκια)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.