λούμπεν


λούμπεν
Προφορά

Ετυμολογία
λούμπεν └γερμ┘ lumpen (= κουρελιάρης)

Ερμηνεία
λούμπεν

✦ άκλ. εύχρηστο στη φρ. λούμπεν προλεταριάτο, κατά τη μαρξιστική ορολογία, το αποτελούμενο από πρόσωπα που δεν έχουν πόρο ζωής ούτε πολιτική συνείδηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.