λουσάτος


λουσάτος
Προφορά

Ετυμολογία
λουσάτος λούσο

Ερμηνεία
επίθετο┘ λουσάτος -η, -ο

✦ ντυμένος με πολυτέλεια
✦ (για πράγματα) πλούσια στολισμένος, φιγουράτος: λουσάτο έπιπλο – φόρεμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.