λουσάρω


λουσάρω
Προφορά

Ετυμολογία
λουσάρω λούσο

Ερμηνεία
λουσάρω

✦ κ. λουσάρω ρ. (λουσ-άρισα, -αρίστηκα, -αρισμένος) καλλωπίζω, ντύνω με πολυτέλεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.