λουρίκι


λουρίκι
Προφορά

Ετυμολογία
λουρίκι μεσαιωνική ελληνική λουρίκιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λουρίκι

✦ μεταλλικός θώρακας των στρατιωτών στο Βυζάντιο: σκουτάρια και λουρίκια του πολέμου (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.