λουρί
Προφορά
Ετυμολογία
λουρί μεσαιωνική ελληνική λουρίν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λουρί
✦ στενή δερμάτινη ζώνη για διάφορες χρήσεις: ποτέ δεν πρέπει να κρεμάω λοξά απ’ το δεξιό ώμο το βαρύ χαρτοφύλακά μου, γιατί έτσι το λουρί του πέφτει πιο βαρύ στο στήθος (Γ. Μπεράτης)
✦ στενό και επίμηκες τμήμα επιφάνειας: μου έδειξε ανάμεσα στα νεροκάλαμα, χαμηλά στη ρεματιά, ένα λουρί χωράφι (Π. Πρεβελάκης)
✦ ζώνη, ζωστήρας
✦ φρ. σφίγγω τα λουριά, θέτω υπό αυστηρό έλεγχο, περιορίζω – σφίγγω το λουρί, περιορίζω τα έξοδά μου ή υπόκειμαι σε πολιτική λιτότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–