λουλάς


λουλάς
Προφορά

Ετυμολογία
λουλάς └τουρκ┘lula

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λουλάς

✦ η εστία του ναργιλέ ή της σύριγγας για το κάπνισμα του όπιου και του χασίς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.