λοξεύω
Προφορά
Ετυμολογία
λοξεύω μεταγενέστερη ελληνική λοξεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ λοξεύω
✦ κάνω κάτι λοξό
✦ κατευθύνω προς τα πλάγια
✦ (αμτβ.) παρεκκλίνω από τον ίσιο δρόμο ή κατευθύνομαι προς τα πλάγια: κι οι ίσκιοι, όσο αλαργεύουν, στα ζερβά λοξεύουν (Τέλλος Άγρας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–