λοκ άουτ


λοκ άουτ
Προφορά

Ετυμολογία
λοκ άουτ └αγγλ┘lock out

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το λοκ άουτ

✦ ανταπεργία, διακοπή της λειτουργίας επιχειρήσεων με πρωτοβουλία των ίδιων των επιχειρηματιών, που επιδιώκουν έτσι να πλήξουν απεργία του προσωπικού τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.