λοιμώδης


λοιμώδης
Προφορά

Ετυμολογία
λοιμώδης αρχαία ελληνική λοιμώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ λοιμώδης -ης, -ες

✦ μολυσματικός: λοιμώδης νόσος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.