λοιμογόνος


λοιμογόνος
Προφορά

Ετυμολογία
λοιμογόνος λοιμός + γίγνομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ λοιμογόνος -ος, -ο

✦ που προκαλεί λοιμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.