λογοτριβή


λογοτριβή
Προφορά

Ετυμολογία
λογοτριβή λόγος + τριβή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λογοτριβή

✦ έντονη συζήτηση, φιλονικία, διαπληκτισμός: η τούρκικη Διοίκηση ξεγελούσε με τη λογοτριβή του ειρηνόφιλους (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.