λογοτέχνισσα


λογοτέχνισσα
Προφορά

Ετυμολογία
λογοτέχνισσα μεσαιωνική ελληνική λογοτέχνης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λογοτέχνισσα

✦ θηλ. λογοτέχνισσα (Κ -χνις, -ιδος) ο δημιουργός έργων του έντεχνου λόγου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.