λογοπαίκτης


λογοπαίκτης
Προφορά

Ετυμολογία
λογοπαίκτης λόγος + παίκτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λογοπαίκτης

✦ αυτός που αστειολογεί, που κάνει λογοπαίγνια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.