λογοκόπος


λογοκόπος
Προφορά

Ετυμολογία
λογοκόπος λόγος + κατάλ. -κόπος

Ερμηνεία
λογοκόπος

✦ ουσ. ο λογάς, που λέει μεγάλα λόγια χωρίς σημασία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.