λογοκριτικός


λογοκριτικός
Προφορά

Ετυμολογία
λογοκριτικός λογοκριτής

Ερμηνεία
επίθετο┘ λογοκριτικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στη λογοκρισία, ο της λογοκρισίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.