λογοκρισία
Προφορά
Ετυμολογία
λογοκρισία λογοκρίνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λογοκρισία
✦ ο προληπτικός ή κατασταλτικός έλεγχος που ασκεί μια εξουσία στα μέσα ενημέρωσης, στα έργα του γραπτού λόγου, τα θεάματα, τα δημιουργήματα της τέχνης, με σκοπό να εμποδιστεί η διάδοση πληροφοριών και ιδεών αντίθετων προς τις αρχές και τις επιδιώξεις της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–