λογογραφικός


λογογραφικός
Προφορά

Ετυμολογία
λογογραφικός αρχαία ελληνική λογογραφικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ λογογραφικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη σύνταξη έργων σε πεζό λόγο: λογογραφική ικανότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.