λογιστικός


λογιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
λογιστικός αρχαία ελληνική λογιστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ λογιστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την εκτέλεση εμπορικών λογαριασμών: λογιστικό λάθος – λογιστικά βιβλία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.