λογισμός
Προφορά
Ετυμολογία
λογισμός αρχαία ελληνική λογισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λογισμός
✦ λογική κρίση
✦ σκέψη ή ανάμνηση: ας μη γυρίζει ο λογισμός στα χρόνια εκείνα πίσω (Μ. Μαλακάσης)
✦ στοχασμός, στοχαστική ενατένιση: με λογισμό και μ’ όνειρο (Διον. Σολωμός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–