λογιοτατισμός


λογιοτατισμός
Προφορά

Ετυμολογία
λογιοτατισμός λογιοτατίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λογιοτατισμός

✦ η τάση της χρησιμοποίησης αρχαϊκών γλωσσικών τύπων σε καθαρεύοντα λόγο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.