λογιοσύνη
Προφορά
Ετυμολογία
λογιοσύνη λόγιος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λογιοσύνη
✦ η ιδιότητα του λόγιου, λογιότητα
✦ το σύνολο των λογίων: το απεριόριστο ενδιαφέρον της φλωρεντινής λογιοσύνης για τη θεμελίωση των ελληνικών σπουδών στη Φλωρεντία (Καθημερινή)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–