λογικός


λογικός
Προφορά

Ετυμολογία
λογικός αρχαία ελληνική λογικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ λογικός -ή, -ό

✦ ο σύμφωνος με τους κανόνες του λόγου, της ορθής σκέψης
✦ μέτριος, όχι υπερβολικός
✦ (για πρόσ.) ο προικισμένος με την ικανότητα της σωστής σκέψης, μυαλωμένος
✦ μετρημένος, στοχαστικός

Συνώνυμα

Αντίθετα
άλογος, παράλογος ,αλόγιστος ,άμυαλος ,έξαλλος
Επιρρήματα
λογικά (Κ λογικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.