λιτοδίαιτος


λιτοδίαιτος
Προφορά

Ετυμολογία
λιτοδίαιτος μεταγενέστερη ελληνική λιτοδίαιτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ λιτοδίαιτος -η, -ο

✦ ολιγαρκής, που ζει λιτά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.