λιτανεία


λιτανεία
Προφορά

Ετυμολογία
λιτανεία μεταγενέστερη ελληνική λιτανεία (=παράκληση)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λιτανεία

✦ θρησκευτική πομπή ικετήρια, με περιφορά εικόνων ή αγίων λειψάνων: Εφανερώθης κι όλος ο λαός… εν θεία λιτανεία σε παρέπεμψε (Αλ. Παπαδιαμάντης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.