λιπόχρωμα
Προφορά
Ετυμολογία
λιπόχρωμα └αγγλ┘lipochrome
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λιπόχρωμα
✦ ομάδα χρωστικών ουσιών που είναι παράγωγα του καροτένιου και χρησιμοποιούνται για να προσδίδουν κίτρινο ή πρασινωπό χρώμα στα λίπη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–